(κάντε "κλικ" πάνω στις εικόνες για μεγέθυνση)

@@@





@@@

Εφημερίδα «ΑΝΑΤΟΛΗ»

21 Μαΐου 2009

Στέφαν Τσβάιχ, 24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας,

Εταιρεία Τέχνης «Βιολέτα»

 Α΄: Ο δημιουργός – ένας από τους «ιδανικούς αυτόχειρες» της παγκόσμιας λογοτεχνίας

Βραζιλία, 22 Φεβρουαρίου 1942: ο διάσημος συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ και η γυναίκα του βάζουν τέρμα στη ζωή τους στο τελευταίο τους σπίτι σε μια πόλη της Βραζιλίας. Αυτοκτονία που μεταφράζεται ως απόδραση από τη βαρβαρότητα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ως τότε επικράτηση του Χίτλερ. Ο «δραπέτης», θύμα κι αυτός των Ναζί, άθελά του «μάρτυρας της πιο φρικαλέας ήττας της λογικής και του θριάμβου της βιαιότητας», δε μπορεί πλέον ν’ αντέξει την απομόνωση από την Ευρώπη, την «πνευματική του πατρίδα». Ο ειρηνιστής δεν μπορεί πλέον να περιμένει το περιστέρι της ειρήνης. Ο οραματιστής και κήρυκας της Ενωμένης Ευρώπης δεν μπορεί πλέον να βλέπει τη γηραιά ήπειρο εμπόλεμη και αιμάσσουσα. Αφήνει κληρονομιά στην ανθρωπότητα το πλούσιο και παγκόσμια αγαπητό λογοτεχνικό του έργο.

Η εξηντάχρονη ζωή του υπήρξε μια μακρά και αργή πορεία από την ευδαιμονία στην πλήρη κατάπτωση. Είδε το φως το 1881 στη λαμπρή πολιτιστικά, ωστόσο ανίκανη πολιτικά και στρατιωτικά Βιέννη. Προερχόμενος από μια πλούσια αστική βιεννέζικη οικογένεια εβραϊκής καταγωγής, μεγάλωσε σε μια καλλιεργημένη και ανεκτική κοσμοπολίτικη κοινωνία, στην οποία η πολιτική ήταν δευτερεύουσα υπόθεση, οι πόλεμοι ήταν μικροί, περιορισμένοι, μακρινοί και ασήμαντοι, η προσωπική ελευθερία είχε φτάσει στο απόγειό της και όλα έμοιαζαν σταθερά και μόνιμα. Δεν άργησε να βγει έξω από τα σύνορα της Αυστρίας προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές φιλοσοφίας και ιστορίας της λογοτεχνίας στη Γαλλία και τη Γερμανία. Εραστής των ταξιδιών, επισκέφτηκε μέχρι το 1912 τη Βρετανία, την Ισπανία, την Ινδία, τη Μπούρμα, τις Η.Π.Α. και την Κούβα. Λίγο μετά την επιστροφή στην πατρίδα του, ο πόλεμος τον έστειλε σε ένα γραφείο, όπου έμμεσα βίωσε τις θηριωδίες του Α’ Παγκοσμίου κι άρχισε να διερευνά τις σχέσεις πολιτικής και πολιτισμού. Στις αρχές του Μεσοπολέμου, επέλεξε να ζήσει στο Σάλτσμπουργκ και ν’ αφοσιωθεί στη συγγραφή, ενώ τα ταξίδια του στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις τον έφεραν σε επαφή με σημαντικούς διανοητές της εποχής του.

Tο 1933, με την ανάληψη της εξουσίας από τους εθνικοσοσιαλιστές στη γειτονική Γερμανία, τα βιβλία του γίνονται στόχος της ναζιστικής προπαγάνδας. Δυο χρόνια αργότερα εγκαταλείπει οριστικά την Aυστρία, εγκαθίσταται στο Λονδίνο και αποκτά τη βρετανική υπηκοότητα, αναζητά έναν τόπο να ζήσει στις HΠA και τον βρίσκει εντέλει στη Bραζιλία. Πικραμένος από τα πολιτικά γεγονότα και από το τέλος της εποχής που περιγράφει στο αυτοβιογραφικό του έργο O κόσμος του χθες, γράφει την ύστατη πράξη της ζωής του στο τελευταίο του καταφύγιο, λίγο μακρύτερα από το Ρίο ντε Τζανέιρο. 

Στο πέρασμα μισού αιώνα η παρουσία του στο λογοτεχνικό στερέωμα ήταν ιδιαίτερα έντονη. Ποσοτικά και ποιοτικά, σε ποικίλα λογοτεχνικά είδη, τα έργα του δεν εκθειάστηκαν μόνον από τους κριτικούς αλλά και αγαπήθηκαν από το ευρύ κοινό παγκοσμίως. Πολύ σύντομα είχε καταφέρει να δημιουργήσει, όπως ο ίδιος σημειώνει στην αυτοβιογραφία του, «μια κοινότητα, μια μόνιμη ομάδα ανθρώπων, η οποία ανέμενε και αγόραζε κάθε νέο βιβλίο που έγραφα, αναγνώστες που μ' εμπιστεύονταν τόσο ώστε ένιωθα πως δεν είχα το δικαίωμα να διαψεύσω την εμπιστοσύνη που έδειχναν στο πρόσωπό μου». Ασχολήθηκε με πολύ διαφορετικά είδη του γραπτού λόγου (ποίηση, θέατρο, βιογραφίες, μυθιστορήματα, δοκίμια, νουβέλες, μεταφράσεις, λογοτεχνικές κριτικές, μια αυτοβιογραφία και πολλά άρθρα για εφημερίδες και περιοδικά). Πιο δημοφιλείς αποδείχθηκαν οι νουβέλες του, όπου διαφαίνεται το ενδιαφέρον του για μια ψυχολογία του βάθους, καθώς είχε γοητευτεί από τη διδασκαλία του Σίγκμουντ Φρόιντ.

Σύμφωνα με τον μελετητή του Theodore Dalrymple «το βασικότερο, ίσως, θέμα που διαπερνά το έργο του Στέφαν Τσβάιχ είναι ο ρόλος που παίζει το πάθος στην ανθρώπινη ζωή. Αν η λογική, όπως λέει ο Χιουμ, είναι και θα έπρεπε να είναι ο σκλάβος των παθών, πώς μπορούμε να ελέγξουμε και να συμφιλιώσουμε τα πάθη μας ώστε να ζήσουμε με αξιοπρέπεια στην κοινωνία;» Ο άνθρωπος δοκιμάζεται κάθε στιγμή αφού συγκρούονται διαρκώς μέσα του η ανάγκη για έλεγχο και η ανάγκη για έκφραση. Οι πολλές βιογραφίες πάνω στις οποίες δούλεψε παθιασμένα (Νίτσε, Μπαλζάκ, Ντοστογιέφσκι, Μαρία Αντουανέτα, Μαρία Στιούαρτ, Τολστόι, Μαγγελάνος, Έρασμος κ.ά.) αντανακλούν το ενδιαφέρον του «για την ψυχολογική απεικόνιση των χαρακτήρων». «Στην πόλη που μεγάλωσε, τις ζωές των ανθρώπων κυβερνούσαν ανεπίσημοι κανόνες και άτυπες συμβάσεις της ισχυρής αστικής τάξης παρά οι γραπτοί νόμοι. Για να διαρρήξει την υποκριτική επίφαση αυτής της κοινωνίας, ο Τσβάιχ ανέπτυξε μια ενδιαφέρουσα λογοτεχνική και ψυχολογική μέθοδο -την ανάλυση των πολλών εκφάνσεων της εμμονής. Οι ήρωές του είναι άνδρες και γυναίκες κυριαρχημένοι από έναν τρελό έρωτα ή ένα εφηβικό πάθος ή μια ανεξίτηλη ενοχή και, στα επιδέξια χέρια του συγγραφέα, γίνονται τα εργαλεία με τα οποία διαρηγνύει την επιφάνεια των πραγμάτων για να διεισδύσει στη σκοτεινή καρδιά ενός αστραφτερού και μάταιου κόσμου».

Λίζα Χρυσικοπούλου

Πρόεδρος ΠΟΚΑΝ 

Βιβλιογραφία: άρθρα από τους Κ. Σχινά και Th. Dalrymple, Βιβλιοθήκη, Ελευθεροτυπία, 26/01/07. Τ. Λιάνη, «Η μεταφραστική τύχη του Στέφαν Τσβάιχ στην Ελλάδα», http://my.enl.auth.gr/translation/PDF/Liani.pdf.

 @@@

Εφημερίδα «ΑΝΑΤΟΛΗ»

22 Μαΐου 2009

Στέφαν Τσβάιχ, 24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας,

Εταιρεία Τέχνης «Βιολέτα»

Β΄: Το έργο – η παράσταση

Μια από τις γνωστότερες και πιο αγαπημένες νουβέλες του Στέφαν Τσβάιχ, που εκδόθηκε το 1927, παρουσιάζεται σε θεατρική μορφή από την Εταιρεία Τέχνης «Βιολέττα». Το έργο είχε μεταφερθεί στον κινηματογράφο με πρωταγωνίστριες την ΄Ινγκριντ Μπέργκμαν και την Ντανιέλ Νταριέ, οι μεταφράσεις του στην Ελλάδα αγγίζουν τις 13 ενώ και στο πρόσφατο παρελθόν Έλληνες δημιουργοί (σκηνοθέτες και μουσικοί) καταπιάστηκαν με αυτό. Η διαχρονικότητα και η δημοτικότητά του ίσως μπορούν να εξηγηθούν από το περιεχόμενό του: τα γνήσια συναισθήματα μιας «καθώς πρέπει» γυναίκας, καθώς αυτή τα ξεθάβει από τη μνήμη της και ανατρέπει το ρου της «τακτοποιημένης» και προβλέψιμης ζωής της. Η δράση εκτυλίσσεται στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον ενός ξενοδοχείου του Μόντε Κάρλο. Εκεί φτάνει μια σαρανταδυάχρονη αριστοκράτισσα χήρα και επισκέπτεται το καζίνο, όπου παρακολουθεί με ενδιαφέρον την υψηλή κοινωνία να ποντάρει. Την προσοχή της τραβάει ένας όμορφος νέος, που χάνει όλα του τα χρήματα και αποχωρεί απελπισμένος. Φοβούμενη ότι θα κάνει κάποια τρέλα, η γυναίκα τον ακολουθεί και τελικά του σώζει τη ζωή περνώντας μια νύχτα μαζί του. H ενοχή που νιώθει έκτοτε ζητάει κάθαρση… «Η μελαγχολική ατμόσφαιρα του δράματος ισορροπεί με τη δυναμική της ζωής και του έρωτα και τελικά, ο πόνος, δειλός, θα υποχωρήσει, όπως πάντα, μπροστά στη δίψα για ζωή, που φαίνεται να είναι γερά αγκιστρωμένη στη σάρκα».

Η Εταιρεία Τέχνης Βιολέττα ιδρύθηκε το 2000. Σκοπός της να συμπαρασύρει και να ταξιδέψει τον θεατή των θεατρικών της παραγωγών στο άρωμα λογοτεχνικών κειμένων. Η κ. Μαρινέλλα Βλαχάχη, ιδρυτής της εταιρείας, έχει ήδη ένα πλούσιο προσωπικό ταξίδι στο χώρο της λογοτεχνίας.

Ο δεύτερος κύριος συντελεστής της παράστασης, ο κ. Αντώνης Περαντωνάκης είναι γνωστός από τη δυναμική του παρουσία σε δύο σημαντικούς τομείς του πολιτισμού: της εκπαίδευσης και του θεάτρου, καθώς και τον επιτυχημένο συνδυασμό τους.

Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στα Χανιά στις 8 Μαρτίου 2009, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, παρουσιάστηκε στο Ηράκλειο και έπεται η Ιεράπετρα.

Ο δημοσιογράφος κ. Δ. Μαριδάκης, στο ένθετο Διαδρομές της εφημερίδας ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ (14 Μαρτίου 2009) γράφει χαρακτηριστικά:

«Ο Τσβάϊχ αγκαλιάζει με μοναδική τρυφερότητα την ηρωίδα του και το ίδιο τρυφερά και με πάθος αγκάλιασαν τους χαρακτήρες του έργου οι συντελεστές της θεατρικής μεταφοράς.

Ο σκηνοθέτης Αντώνης Περαντωνάκης πραγματοποίησε τη δραματουργική επεξεργασία του έργου με τρόπο που φώτισε τον λόγο του Τσβάϊχ και ανέδειξε το κείμενο σε αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή της παράστασης. Η δραματοποίηση της νουβέλας είχε την “οικονομία” που είναι απαραίτητη: Οι πράξεις στη σκηνή έρρεαν, απόλυτα δικαιολογημένες, χωρίς να αφήνουν αφηγηματικά κενά ή να στερούν συγκινήσεις από το κοινό.

Παράλληλα, το λιτό σκηνικό ανέδειξε το κείμενο. Τα λιγοστά άδεια από αντικείμενα έπιπλα, καθόλου φανταχτερά και θεαματικά, έστρεφαν το βλέμμα των θεατών πάνω στους πρωταγωνιστές.

Οι ηθοποιοί Μαρινέλλα Βλαχάκη και Αντώνης Περαντωνάκης ερμήνευσαν τους ρόλους με κινήσεις σχεδόν υπαινικτικές, αφήνοντας να πλημμυρίσει η αίθουσα από τις λέξεις του συγγραφέα.

Οι σκηνές και η ψυχολογία των πρωταγωνιστών τονίζονταν μέσα από τους φωτισμούς και τη μουσική επένδυση: Η εξαίρετη -κατά τη γνώμη μας- μουσική του Δημήτρη Χατζάκη έντυσε με τον καλύτερο τρόπο τη σκηνική δράση και μεγέθυνε -όπως απαιτεί το θέατρο- τις εναλλαγές των συναισθημάτων που έφερνε στο φως ο εξομολογητικός λόγος των χαρακτήρων».

Και ο εκπαιδευτικός και θεατράνθρωπος Ζαχαρίας Κατσακός, σε άρθρο του στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ (2/05/2009) αναφέρει, μεταξύ άλλων:

«… Η δραματουργική παρέμβαση του Α. Περαντωνάκη –γνωστού από τις κατά καιρούς ερμηνευτικές επελάσεις του αλλά και από τις ποικίλες σκηνικές προσεγγίσεις του– στις «24 ώρες» δημιούργησε μια καλά ισορροπημένη και δομημένη ενότητα.[…] Ο Αντώνης Περαντωνάκης με ένταση και αύξουσα διάρκεια έδωσε έναν συγγραφέα, αμιγή, ήπιο και μεστό.[…] Η Μαρινέλλα Βλαχάκη ως γυναίκα που ανακαλύπτει το πάθος και την αιφνίδια θηλυκή έκρηξη υπήρξε εύθραυστη, γεμάτη ερωτηματικά και αγωνία, έντονα αφηγηματική, περιεκτική στο συναίσθημα, με ποιότητα στην κίνηση και λιτότητα στη διαχείριση του λόγου. […] Η Ντεσισλάβα Τοπάλοβα με τις ενδυματολογικές επιλογές της συνέβαλε ώστε να παρασταθεί με αρκετή επιτυχία η ατμόσφαιρα και το κλίμα της εποχής μέσα από μια λιτή σκηνογραφία με σαφές περίγραμμα και διάστημα χώρου. Οι φωτισμοί του Δημήτρη Χατζάκη ήταν πολύ καλοί δίνοντας την απαραίτητη εκείνη εφελκυστική δυναμική που είναι αναγκαία για ένα ενδιαφέρον εγχείρημα. Γενικά οι «24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας» του Στέφαν Τσβάιχ από την Εταιρεία Τέχνης «Βιολέτα» ήταν μια προσεγμένη, ευπρόσωπη και θα έλεγα δημιουργική πρόταση. Η επιλογή του έργου επιμένει να είναι πρόκληση και πείραμα για την «Βιολέτα», να είναι άσκηση ουσίας με αντιστάσεις και συζητήσεις, μια πειραματική διαδρομή που επιμένει να δίνει ανάσες ουσιαστικής θεατρικής παιδείας και τέχνης στους πανάθλιους καιρούς μας».

Η Πολιτιστική Ομάδα Καθηγητών Αγ. Νικολάου – ΕΛΜΕ Λασιθίου έχει τη χαρά της διοργάνωσης, από κοινού με τον Πολιτιστικό Οργανισμό Δήμου Αγ. Νικολάου, αυτής της ενδιαφέρουσας θεατρικής παράστασης, που μπορεί να αποτελέσει ένα ποιοτικό διάλειμμα στην εντατική μελέτη των εφήβων για τις εξετάσεις, και μια αξιόλογη σαββατιάτικη έξοδο των θεατρόφιλων της πόλης.

Λίζα Χρυσικοπούλου

Πρόεδρος ΠΟΚΑΝ

Βιβλιογραφία: άρθρα από τους Κ. Σχινά και Th. Dalrymple, Βιβλιοθήκη, Ελευθεροτυπία, 26/01/07. Τ. Λιάνη, «Η μεταφραστική τύχη του Στέφαν Τσβάιχ στην Ελλάδα», http://my.enl.auth.gr/translation/PDF/Liani.pdf. Έ. Δ. Χατζηιωάννου, Κριτική, Τα Νέα, 5/06/2004.

@@@

“24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας”

Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ

Του Ζαχαρία Κατσακού
Ηράκλειο 2/5/2009

Παρακολούθησα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Θεάτρου των «Πολιτιστικών Αγώνων 2009» που οργάνωσε πρόσφατα ο Δήμος Ηρακλείου, την από σκηνής προσέγγιση του έργου του Στέφαν Τσβάιχ «24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας» σε μετάφραση του Τάκη Αποστολόπουλου από την Εταιρεία Τέχνης «Βιολέτα».

Ο τίτλος του κειμένου αρκετά εύστοχος, περιγραφικός και περιεκτικός, προσημαίνει, ενδεχομένως, την αναζήτηση αλλά και την περιπλάνηση του παθιασμένου ερωτικού χρόνου στις πιο επικίνδυνες όψεις της γυναικείας ψυχής. Μέσα από τις λέξεις αναδεικνύεται με καθαρότητα το κίνητρο, ερμηνεύεται η συμπεριφορά, η επιμονή, το χάσμα της μοναξιάς, αλλά και το διαρκές ανθρώπινο έλλειμμα. Φωτίζεται ο ψυχισμός του υποκειμένου, εκεί όπου το πάθος γίνεται κίνητρο κι αυτό με τη σειρά του ισχυρό και χαοτικό πέρασμα στο άγνωστο. Ο ίδιος ο δημιουργός Τσβάιχ άλλωστε, εκτός από ιδανικός αυτόχειρ της παγκόσμιας λογοτεχνίας, υπήρξε και δεινός μελετητής του Φρόϋντ.

Η Εταιρεία Τέχνης «Βιολέτα», ασκημένη με επιτυχία στη σκηνική δόμηση και μεταφορά του κειμένου, όταν αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκην επινοημένο ή γραμμένο για το θέατρο, έχει ήδη καταθέσει πολύ ενδιαφέρουσες απόπειρες ανάγνωσης και ύφους. Οι «24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας», εκτός από αυτονόητο εγχείρημα για αναζήτηση και μελέτη, αποτελεί και μια πρόκληση. Για την ίδια την Εταιρεία Τέχνης, αλλά και για τη δημιουργό της Μαρινέλλα Βλαχάκη. Πρόκληση γιατί, εξ όσων γνωρίζω, η Μαρινέλλα Βλαχάκη σ’ αυτή τη δουλειά «τόλμησε» να παρουσιάσει και να ερμηνεύσει έναν λόγο που απέχει νομίζω αρκετά από τις ως σήμερα δουλειές της, τόσο στο πνεύμα όσο και στο ύφος.

Στο κριτικό αυτό σημείωμα δεν θα ασχοληθώ με τη θεατρική, θεατή ή σκηνική φύση του λογοτεχνικού κειμένου. Άλλωστε όσοι παρακολουθούν με μια σχετική συνέπεια τα σημειώματά μου, εύκολα θα διαπιστώσουν ότι είμαι από κείνους που υποστηρίζουν ότι η σκηνή οφείλει να είναι ερευνητική και πειραματική και ότι αυτή χωρά κάθε είδους κείμενο ή οτιδήποτε άλλο, αρκεί αυτό να έχει έστω και σπερματικά την αισθητική της γλώσσας και της κίνησης. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά της σύλληψης, της ερμηνείας, της σκηνοθεσίας και του σκηνικού φωτός ή αλλιώς φωτισμού. Είναι δουλειά όμως και της ιδιαίτερης προσέγγισης του έργου, ως ενιαίου και αυτοτελούς δημιουργήματος που αποτελείται από υποσύνολα καλλιτεχνικών δομών και μορφών (κείμενο, ερμηνεία, φως, σκηνοθεσία, μουσική κ.α). Και αναφέρομαι σ’ αυτό γιατί συνήθως ξεχνούμε -και επιμένομε να ξεχνούμε δυστυχώς- ότι μια παράσταση είναι σύνολο, δεν είναι μόνο κείμενο. Αυτή η ιδιαίτερη ματιά θα δώσει και το θεατρικό ή σκηνικό γεγονός, εν τέλει, το καλλιτεχνικό γεγονός.

Ένα τέτοιου είδους κείμενο λοιπόν όπως οι «24 ώρες» είναι ένα «επικίνδυνο» κείμενο. Έχει από τη φύση του σκηνικά αδρανείς ισορροπίες, η αφηγηματική ροή έχει έντονες συζεύξεις, η σκηνική γλώσσα είναι πολύ καλά κρυμμένη -αν δεν υπάρχει πρέπει να εφευρεθεί- η ερμηνεία οφείλει να έχει ισχυρά αντανακλαστικά χωρίς ο λόγος να ξεφύγει από τη φυσική δυναμική του. Το φως πρέπει να ψάξει καλά τις σκιές, να αναδείξει τα εξωτερικά και εσωτερικά χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού δάσους και να τα μετατρέψει σε εστία φωτός με καθολική σκηνική ροή και συμπαγή ρυθμική ενότητα.

Σημαντικός αρωγός στο εγχείρημα αυτό υπήρξε ο Αντώνης Περαντωνάκης, γνωστός από τις κατά καιρούς ερμηνευτικές επελάσεις του αλλά και από τις ποικίλες σκηνικές προσεγγίσεις του. Η δραματουργική του παρέμβαση στις «24 ώρες» δημιούργησε μια καλά ισορροπημένη και δομημένη ενότητα. Η διφυής σχέση του δημιουργού Τσβάιχ (επί σκηνής) με τον συγκεκριμένο ήρωα, τον όμορφο δηλαδή νέο των «24 ωρών», υπήρξε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και λειτουργικά σημεία της δραματουργικής σύλληψης αφού η εσωτερική και διακειμενική σύνδεσή τους (συγγραφέας-νέος) θα μπορούσε να βοηθήσει δυναμικά τη σκηνική ροή δίνοντας ισχυρές ανάσες στην εναλλαγή του ρυθμού και του ύφους. Είναι άλλο το ζήτημα αν λειτούργησε επαρκώς στην πράξη. Και εξηγούμαι προτείνοντας.

Το πέρασμα ή η εναλλαγή ανάμεσα στον συγγραφέα και στον όμορφο νέο, επειδή ακριβώς αποτελούσε κομβικό σημείο και λειτουργία ραφής ανάμεσα στη δραματουργία και στη σκηνοθεσία, όφειλε να διαφανεί πιο πειστικά και να λειτουργήσει πιο εσωτερικά. Να αναδειχθεί κοντολογίς περισσότερο και ως προς τη χαρακτηρολογία αλλά και ως σκηνική δομή. Να φωτίσει αιχμηρά τις μεταβολές ύφους και πρόσληψης. Εδώ ειδικότερα η σκηνοθεσία όφειλε να είναι πιο ευρηματική και λιγότερο στατική. Θα μπορούσαν επίσης να παίξουν σπουδαίο ρόλο ακόμη και τα πλάνα φωτός ώστε η εναλλαγή να μην είναι μόνον αποτέλεσμα της όποιας κίνησης του ηθοποιού. Θα ήθελα δηλαδή από τον δημιουργό-χειριστή του φωτός περισσότερη ποικιλία σκόπιμου φάσματος με εσοχές φλας και συνδρομή ψυχρού φωτός εστιασμένο πολύ κλειστά και, θα έλεγα σκοτεινά, στα σημεία περάσματος και πιο ανοιχτά στα μέρη εξομολόγησης. Με τον τρόπο αυτό ο ρυθμός εναλλαγής μεταξύ των δύο χαρακτήρων θα ήταν πιο άμεσος και καθοριστικός, ταυτοχρόνως πιο χυμώδης και χαλαρός αναλόγως βέβαια και με το χρόνο φωτισμού σε κάθε δείκτη περάσματος. Θα βοηθούσε έτσι επίσης να αναδειχθεί και η χρονική-ηλικιακή απόσταση μεταξύ τους αλλά και η χρονική απόσταση με την ίδια τη δημιουργία. Μιλώντας γενικότερα για το σκηνικό φως και, λαμβάνοντας υπ’ όψιν άλλες δουλειές και την παρουσία του σε άλλες σκηνικές επιδρομές, οι φωτισμοί του Δημήτρη Χατζάκη ήταν πολύ καλοί δίνοντας την απαραίτητη εκείνη εφελκυστική δυναμική που είναι αναγκαία για ένα ενδιαφέρον εγχείρημα.

Η Ντεσισλάβα Τοπάλοβα με τις ενδυματολογικές επιλογές της συνέβαλε ώστε να παρασταθεί με αρκετή επιτυχία η ατμόσφαιρα και το κλίμα της εποχής μέσα από μια λιτή σκηνογραφία με σαφές περίγραμμα και διάστημα χώρου. Επί τη ευκαιρία η ενδυματολογική της πρόταση είχε εικαστικές στιγμές οι οποίες θα μπορούσαν να αναδειχθούν περισσότερο με το φως και την «παγωμένη» δράση.

Η σκηνοθεσία του Αντώνη Περαντωνάκη ήταν διερευνητική, λιτή, μείωσε όσο μπορούσε το φορμαλισμό δίνοντας βαρύτητα στην ερμηνεία, με ποικιλία στο σκηνικό στοχασμό, στην κίνηση και στην πλαστικότητα των χαρακτήρων. Η σκηνική τους δόμηση όμως για μένα υπήρξε περισσότερο ελαστική από όσο θα έπρεπε. Οι κορυφώσεις όφειλαν να είναι πιο γρήγορες ρυθμικά και πιο ασθματικές υπαινικτικά. Γενικά η σκηνοθεσία στόχευσε σε μια ήπια ανάλυση στην προσέγγιση της ψυχολογίας των ηρώων.

Το να ερμηνεύεις ένα ρόλο στο σύγχρονο θέατρο είναι μια πρόκληση. Μιλώ και εκ πείρας αλλά και ως μελετητής των νέων θεατρικών κειμένων που παράγονται στον ελληνικό και στο διεθνή χώρο. Επίσης η σύγχρονη «σκηνοθεσία» (ως όρος, μετά και από τις τελευταίες εξελίξεις στο ερευνητικό θέατρο, τείνει να λάβει διαφορετικό περιεχόμενο στις μέρες μας) έχει την τάση να δίνει τη δυνατότητα αυτοσχέδιων ερμηνευτικών παρεμβάσεων από τους ηθοποιούς, ξεπερνώντας ατέλειες ή ανεπάρκειες του λογοτεχνικού κειμένου και όχι μόνο (όταν αυτό μεταφέρεται στη σκηνή). Αναφέρομαι σ’ αυτό για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Μελέτησα το εν λόγω έργο και από το κείμενο. Χωρίς να είμαι ειδικός στον Τσβάιχ, θα έλεγα ότι ο ασκημένος αναγνώστης μπορεί εύκολα να διαπιστώσει την προσπάθεια του συγγραφέα να προσεγγίσει τους ήρωες του με ένα μανδύα ψυχολογικής αναπαράστασης, επιχειρώντας δηλαδή μια κατακόρυφη κατάδυση στην ψυχή τους. Νομίζω ότι στο έργο αυτό άλλες φορές το κατάφερε, ενώ άλλες το προσπάθησε λιγότερο ικανοποιητικά. Στην προσπάθειά του αυτή μάλλον ο Τσβάιχ, εξαιτίας και της πληθωρικής του οντότητας, κατέφυγε (νομίζω) σε κάποιες συγκινησιακές υπερβολές δίνοντας έτσι έναν περίεργο εσωστρεφή στόμφο στο κείμενο και μια περιρρέουσα μελοδραματική διάθεση. Αυτό ωθεί, ανεπαισθήτως, τους ηθοποιούς σε ερμηνευτικές υπερβολές. Ο αυτοσχέδιος έλεγχος εδώ είναι απαραίτητος για να μην καταλήξει η εκφορά ανισομερής και επικίνδυνη. Είναι λοιπόν σημαντικό η σκηνική ερμηνεία ή να ακολουθήσει αυτού του είδους την υπερβολή ή να την απαλύνει μειώνοντάς την ή ακυρώνοντάς την, δίνοντας άλλες ανάσες και διαφυγές στο ίδιο το κείμενο που εκφέρεται σκηνικά.

Έκανα αυτή την παρέκβαση για να κάνω ένα σχολιασμό στην ερμηνεία των ηθοποιών. Ο Αντώνης Περαντωνάκης με ένταση και αύξουσα διάρκεια έδωσε έναν συγγραφέα, αμιγή, ήπιο και μεστό. Ο «νέος» ερμηνευτικά είχε τις απαραίτητες μεταπτώσεις, ικανές σε χρονική έκταση, κάποιες φορές οι εντάσεις κορυφώθηκαν ξεπερνώντας το μέτρο, άλλες φορές λειτούργησαν εξωτερικά.

Η Μαρινέλλα Βλαχάκη ως γυναίκα που ανακαλύπτει το πάθος και την αιφνίδια θηλυκή έκρηξη υπήρξε εύθραυστη, γεμάτη ερωτηματικά και αγωνία, έντονα αφηγηματική, περιεκτική στο συναίσθημα, με ποιότητα στην κίνηση, λιτότητα στη διαχείριση του λόγου, κάποιες φορές όμως επίπεδη στην ανάδυση και χειραγώγηση των συναισθημάτων.

Γενικά οι «24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας» του Στέφαν Τσβάιχ από την Εταιρεία Τέχνης «Βιολέτα» ήταν μια προσεγμένη, ευπρόσωπη και θα έλεγα δημιουργική πρόταση. Η επιλογή του έργου επιμένει να είναι πρόκληση και πείραμα για την «Βιολέτα», να είναι άσκηση ουσίας με αντιστάσεις και συζητήσεις, μια πειραματική διαδρομή που νομίζω ότι δεν τελείωσε ακόμη και που τελικώς επιμένει να δίνει ανάσες ουσιαστικής θεατρικής παιδείας και τέχνης στους πανάθλιους καιρούς μας.


@@@



(κάντε "κλικ" πάνω στις εικόνες για μεγέθυνση)

@@@


@@@